- ίππειος
- -α, -ο (Α ἵππειος, -εία, -ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος]αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» — ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππουβ. «ίππειον κρέας» — κρέας αλόγουγ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἵππειοςονομασία ενός μήνα στο Θρόνιον2. (το ουδ. ως κύρ. όν.) τό Ἵππειον«τὸ Ἄργοςἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», Ησύχ.επίρρ...ἱππείως (Α)με ιππικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.