ίππειος

ίππειος
-α, -ο (Α ἵππειος, -εία, -ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος]
αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» — ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου
β. «ίππειον κρέας» — κρέας αλόγου
γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἵππειος
ονομασία ενός μήνα στο Θρόνιον
2. (το ουδ. ως κύρ. όν.) τό Ἵππειον
«τὸ Ἄργος
ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», Ησύχ.
επίρρ...
ἱππείως (Α)
με ιππικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἵππειος — of a horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππόβοσκος ο ίππειος — (Hippobosca equina). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ιπποβοσκιδών. Έχει σκληρό και πλατύ σώμα με σακοειδή κοιλιά. Το χρώμα του είναι καστανό ή υπόξανθο και το μήκος του κυμαίνεται από 7 έως 9 χιλιοστά. Ζει προσκολλημένος ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • ἱππείων — ἵππειος of a horse fem gen pl ἵππειος of a horse masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείως — ἵππειος of a horse adverbial ἵππειος of a horse masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππειον — ἵππειος of a horse masc acc sg ἵππειος of a horse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππειᾶν — ἵππειος of a horse masc/fem gen pl (doric) ἱππεία riding fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείαις — ἵππειος of a horse fem dat pl ἱππεία riding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείαισι — ἵππειος of a horse fem dat pl (epic ionic aeolic) ἱππεία riding fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείαισιν — ἵππειος of a horse fem dat pl (epic ionic aeolic) ἱππεία riding fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππείη — ἵππειος of a horse fem nom/voc sg (epic ionic) ἱππεία riding fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”